- δεντράκι
- τομικρό δέντρο: Φύτεψα πολλά καινούρια δενδράκια στον κήπο μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δεντράκι — το μικρό δένδρο … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
δενδρύλλιο — το δεντράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (υποκοριστική κατάλ.) ύλλιο(ν)* (πρβλ. αλσύλλιο, δασύλλιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικό Νεοελληνικής Διαλέκτου τού Σκαρλάτου Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
λαέρτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Ιθάκης, πατέρας του Οδυσσέα, γιος του Αρκεισίου και της Χαλκομέδουσας. Γυναίκα του ήταν η Αντίκλεια, κόρη του Αυτολύκου, η οποία, σύμφωνα με κάποια νεότερη παράδοση, ενώ ήταν ακόμα αρραβωνιασμένη με τον Λ.,… … Dictionary of Greek
άκλωνος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κλαδιά, κλωνιά: Το δεντράκι ήταν ακόμη άκλωνο. 2. αυτός που δε συνδέεται με κλωστή, κλωνιά: Η μηχανή δε δούλευε, γιατί το μασούρι ήταν άκλωνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίσκελος — η, ο διχαλωτός, με δύο σκέλη: Στήριξε το λυγισμένο δεντράκι όρθιο μ’ ένα δίσκελο ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δενδρύλλιο — το μικρό δέντρο, δεντράκι: Τα Χριστούγεννα κόβονται πολλά δενδρύλλια πεύκου και έλατου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διχάλα — η 1. κάθε αντικείμενο φυσικό ή τεχνητό που καταλήγει σε δύο σκέλη: Χρησιμοποίησε μια ξύλινη διχάλα, για να στερεώσει το αδύναμο δεντράκι. 2. το γεωργικό εργαλείο δικράνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιντάνι — το (λ. τουρκ.) 1. φυτώριο: Αγόρασα δεντράκι από φιντάνι. 2. νεαρό φυτό ιδίως για μεταφύτευση. 3. φιντανάκι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)